αιτητικως

αιτητικως
    αἰτητικώς
    просительно
    

αἰ. ἔχειν πρός τινα Diog.L. — постоянно просить кого-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αιτητικως" в других словарях:

  • αἰτητικῶς — αἰτητικός fond of asking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτητικός — ή, ό (Α αἰτητικός, ή, όν) απαιτητικός, επίμονος αρχ. φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», τού ζητώ επίμονα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής* (< αἰτῶ) ή λόγω τής σημασίας του απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»